- χιονότοπος
- οτόπος σκεπασμένος πάντα με χιόνια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χιονότοπος — ο, Ν τόπος που είναι συνεχώς καλυμμένος με χιόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + τόπος (πρβλ. βοσκό τοπος)] … Dictionary of Greek
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek
χιονοτόπι — το, Ν χιονότοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + τόπος (πρβλ. βοσκο τόπι)] … Dictionary of Greek
χιονοτόπι — το βλ. χιονότοπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)